ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπολ (επίθ.) μπολ [bol] Αξ., Μισθ. πόλι [ˈpoli] Φάρασ. Πληθ. μπόλια [ˈboʎa] Μισθ. Από το τουρκ. bol = άφθονος. Πβ. το κοινό ν.ε. μπόλικος.
1. Ευρύχωρος Αξ., Μισθ., Φάρασ. : Ντετσ̑ού τσ̑είδι μπόλ τόπους (Εκεί είναι άπλετος χώρος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. απλόχωρος
2. Άφθονος Αξ., Μισθ., Φάρασ. : Σ’κών’ το τ͑έρ', βγαίν’ μπόλ λερό (Σηκώνει την πέτρα, βγαίνει άφθονο νερό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Το ουδ. πληθ. ως επίρρ., πολύ, ἀφθονα Μισθ. : Ογώ αν dρώου μπόλια, άλλου τι; (Εγώ αν τρώω άφθονα, τι άλλο ενν. θέλω) Μισθ. -Κοτσαν.