μπολ
(επίθ.)
μπολ
[bol]
Αξ., Μισθ.
πόλι
[ˈpoli]
Φάρασ.
Πληθ.
μπόλια
[ˈboʎa]
Μισθ.
Από το τουρκ. bol = άφθονος. Πβ. το κοινό ν.ε. μπόλικος.
1. Ευρύχωρος
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
Ντετσ̑ού τσ̑είδι μπόλ τόπους
(Εκεί είναι άπλετος χώρος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
απλόχωρος
2. Άφθονος
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
Σ’κών’ το τ͑έρ', βγαίν’ μπόλ λερό
(Σηκώνει την πέτρα, βγαίνει άφθονο νερό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Το ουδ. πληθ. ως επίρρ., πολύ, ἀφθονα
Μισθ.
:
Ογώ αν dρώου μπόλια, άλλου τι;
(Εγώ αν τρώω άφθονα, τι άλλο ενν. θέλω)
Μισθ.
-Κοτσαν.