ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπόρα (ουσ. θηλ.) μπόρα [ˈbora] Ανακ. πόρα [ˈpora] Φάρασ. Νεότ. ουσ. μπόρα, το οπ. από το βενετ. ουσ. bora = βορειοανατολικός άνεμος στην Aδριατική, μπουρίνι (< λατιν. boreas < αρχ. βορέας `βοριάς΄). Πβ και τουρκ. bora.
Μπόρα ό.π.τ. : Έρσ̑εται ένα μπόρα (Έρχεται μιά μπόρα) Ανακ. -Κωστ.Α.