ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπορού (ουσ. ουδ.) μπορού [boˈru] Μισθ. πορούζι [poˈruzi] Φάρασ. πορούσ' [poˈrus] Φάρασ. Πληθ. μπορούια [boˈruia] Μισθ. πορούδε [poˈruðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. boru = α) σωλήνας β) βούκινο. Πβ. το ήδη νεότ. μπουρού = τρομπέτα (Mackridge 2021: 84).
1. Καπνοδόχος, μπουρί ό.π.τ. : Γήψι ζόπα, χάχτα α μπορούια (Άναψε τη σόμπα, τοποθέτησε τα μπουριά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Σάλπιγγα Φάρασ.
3. Σωλήνας Φάρασ. Συνών. ζίβανα :2