μπορού
(ουσ. ουδ.)
μπορού
[boˈru]
Μισθ.
πορούζι
[poˈruzi]
Φάρασ.
πορούσ'
[poˈrus]
Φάρασ.
Πληθ.
μπορούια
[boˈruia]
Μισθ.
πορούδε
[poˈruðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. boru = α) σωλήνας β) βούκινο. Πβ. το ήδη νεότ. μπουρού = τρομπέτα (Mackridge 2021: 84).
1. Καπνοδόχος, μπουρί
ό.π.τ.
:
Γήψι ζόπα, χάχτα α μπορούια
(Άναψε τη σόμπα, τοποθέτησε τα μπουριά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Σάλπιγγα
Φάρασ.