μποσαμάς
(ουσ. αρσ.)
ποσ̑αμάς
[poʃaˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. boşama = διαζύγιο.
1. Διαζύγιο.
Συνών.
ξεχωρισιά
2. Διαζευκτήριο έγγραφο.