μποσαντίζω (II)
(ρ.)
μποσ̑ατίζω
[boʃaˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ.
ποσ̑ατίζω
[poʃaˈtizo]
Φάρασ.
μποσ̑αdώ
[boʃaˈdo]
Σίλ., Τροχ.
μποσαdώ
[bosaˈdo]
Σίλ.
μποσαdού
[bosaˈdu]
Ουλαγ.
ποσ̑ατώ
[poʃaˈto]
Φάρασ.
Αόρ.
μποσάτ’σ̑α
[boˈsatʃa]
Ουλαγ.
Από τον αόρ. boşadı του τουρκ. ρ. boşamak = χωρίζω κάποιον -αν.
Χωρίζω κάποιον-α, ζητώντας διαζύγιο
ό.π.τ.
:
Μποσαdά τσ̑ην ‘εναίκα του
(Χωρίζει τη γυναίκα του)
Σίλ.
-Dawk.
Μποσάτ’σ̑ε ντο ναίκα τ’
(Χώρισε την γυναίκα του)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Άλλο νταγιάν'σα, να το μποσατίσω το αφορισμένο!
(Αγανάκτησα πιά, θα τον χωρίσω τον καταραμένο!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πβ.
μποσλατίζω