ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποσαντίζω (II) (ρ.) μποσ̑ατίζω [boʃaˈtizo] Μαλακ., Σινασσ. ποσ̑ατίζω [poʃaˈtizo] Φάρασ. μποσ̑αdώ [boʃaˈdo] Σίλ., Τροχ. μποσαdώ [bosaˈdo] Σίλ. μποσαdού [bosaˈdu] Ουλαγ. ποσ̑ατώ [poʃaˈto] Φάρασ. Αόρ. μποσάτ’σ̑α [boˈsatʃa] Ουλαγ. Από τον αόρ. boşadı του τουρκ. ρ. boşamak = χωρίζω κάποιον -αν.
Χωρίζω κάποιον-α, ζητώντας διαζύγιο ό.π.τ. : Μποσαdά τσ̑ην ‘εναίκα του (Χωρίζει τη γυναίκα του) Σίλ. -Dawk. Μποσάτ’σ̑ε ντο ναίκα τ’ (Χώρισε την γυναίκα του) Ουλαγ. -Κεσ. Άλλο νταγιάν'σα, να το μποσατίσω το αφορισμένο! (Αγανάκτησα πιά, θα τον χωρίσω τον καταραμένο!) Σινασσ. -Τακαδόπ. Πβ. μποσλατίζω