μποσνάκης
(ουσ. αρσ.)
μποσνάκης
[bosʹnacis]
Ποτάμ.
μποσνάχ
[boˈznax]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. boşnak = α) Βόσνιος μουσουλμάνος β) ως διαλεκτ. σημ., γυναίκα που εγκατέλειψε τον άντρα της και παντρεύτηκε άλλον.
1. Bόσνιος μουσουλμάνος πρόσφυγας
Ποτάμ.
:
Τα πρόσφυγες τα πρώτα δεν πείραζαν, τα ύστερα με τα Μποσνάκηδες καλά δεν περνούσαμε
(Οι πρώτοι πρόσφυγες (ενν. μουσουλμάνοι της Ανταλλαγής) δεν μας πείραζαν, οι επόμενοι, με τους Βόσνιους δεν περνούσαμε καλά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β