μπεσλεμές
(ουσ. αρσ.)
μπεσλεμές
[besleˈmes]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. besleme = α) ψυχοκόρη, υπηρέτρια β) ως διαλεκτ. σημ., ανίκανος, γ) ζώο που εκτρέφεται για σφαγή (THADS, λ. besleme I, ΙΙ).
Αλήτης
Συνών.
γοπούχος, μποσμπογάζι, μποσνάκης