μπέχι
(ουσ. ουδ.)
μπέχι
[beçi]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. pey = προκαταβολή, όπου και διαλεκτ. τύπ. beh (THADS, λ. beh I),
Προκαταβολή
Συνών.
καπάρο