μπιλεντίζω
(ρ.)
μπιλεdίζω
[bileˈdizo]
Αραβαν.
μπιλεΐζου
[bileˈizu]
Σίλ.
μπιλεdού
[bileˈdu]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. bilemek = ακονίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ακονίζω
ό.π.τ.
:
Τα μααίρια μπιλέτ’σ̑αν dα gαι τα gαζάνια γκούρ’σαν dα, έλα gάρντασ̑’-ι̂-μ’, γκούλτω με
(Τα μαχαίρια τα ακόνισαν και τα καζάνια τα έστησαν, έλα, αδελφή μου, σώσε με)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τ’ μασ̑αίρι σέλ’ να τα μπιλεΐσου νιούγου
(To μαχαίρι θέλει να το ακονίσω λίγο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ακονίζω, γιαλαΐζω, κιοστραντίζω, κιοστρελεντίζω