ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιλεντίζω (ρ.) μπιλεdίζω [bileˈdizo] Αραβαν. μπιλεΐζου [bileˈizu] Σίλ. μπιλεdού [bileˈdu] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. bilemek = ακονίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ακονίζω ό.π.τ. : Τα μααίρια μπιλέτ’σ̑αν dα gαι τα gαζάνια γκούρ’σαν dα, έλα gάρντασ̑’-ι̂-μ’, γκούλτω με (Τα μαχαίρια τα ακόνισαν και τα καζάνια τα έστησαν, έλα, αδελφή μου, σώσε με) Ουλαγ. -Κεσ. Τ’ μασ̑αίρι σέλ’ να τα μπιλεΐσου νιούγου (To μαχαίρι θέλει να το ακονίσω λίγο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ακονίζω, γιαλαΐζω, κιοστραντίζω, κιοστρελεντίζω