μπιλτιρτζίνα
(ουσ. θηλ.)
μπιλτιρτζίνα
[biltirˈdzina]
Μαλακ.
Πληθ.
μπιλτιρτζίνις
[biltirʹdzinis]
Μαλακ.
μπιλντιρτζίνια
[bildirʹdziɲa]
Μισθ.
μπιρτζιρτζίνια
[birdzirˈdziɲa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. bıldırcın = ορτύκι.