μπιλόρι
(ουσ. ουδ.)
μπιλόρ'
[bi'lor]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
πιλόρ'
[piʹlor]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. billûr = α) κρύσταλλο β) διαλεκτ. ποτήρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. billor (Tietze 2016, λ. billor, billûr). Πβ. και νεότ. ουσ. μπιλιούρι = κρύσταλλο (Mackridge 2021: 40-41).