ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιλόρι (ουσ. ουδ.) μπιλόρ' [bi'lor] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. πιλόρ' [piʹlor] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. billûr = α) κρύσταλλο β) διαλεκτ. ποτήρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. billor (Tietze 2016, λ. billor, billûr). Πβ. και νεότ. ουσ. μπιλιούρι = κρύσταλλο (Mackridge 2021: 40-41).
Γυάλινο ποτήρι ό.π.τ. : Μι το μπιλόρ' φέρ' το λερό (Με το ποτήρι φέρε το νερό) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Συνών. ασκόκκο, ποτήρι, ποτούτσι, τσικόπο