μπιουκτώ
(ρ.)
μπιουκτώ
[bʝuˈkto]
Μισθ.
μπουκτώ
[buˈkto]
Μαλακ.
μπουχτώ
[buxˈto]
Σίλ.
μπο̈κτώ
[bøˈkto]
Μισθ.
μπουκτσίζου
[bukˈtsizu]
Σίλ.
Αόρ.
μπούκτσισα
[ˈbuktsisa]
Σίλ.
μπούκ'σα
[ˈbuksa]
Μισθ.
Μτχ.
μπουχτσημένο
[buxtsiˈmeno]
Σίλ.
Από τον αόρ. büktü του τουρκ. ρ. bükmek = α) κάμπτω, λυγίζω β) διπλώνω γ) κουβαριάζω.
1. Στρίβω
ό.π.τ.
:
Μπούκτσισα τση γλώσσα, άνοιξα τση σύρα
(Γύρισα το κλειδί, άνοιξα την πόρτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
'ρώ τα βάζειναμ' και μπούχτσειναμ' τα
(Εδώ τις βάζαμε και τις στρίβαμε, ενν. τις κλωστές)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κλέφτης μπούκ'σεν το σ̑έρι μ' οπίσ'
(Ο κλέφτης μου έστριψε το χέρι πίσω από την πλάτη)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Συνών.
γιβιρντίζω, γυρίζω
3. Στραβώνω
Μισθ.