ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιουκτώ (ρ.) μπιουκτώ [bʝuˈkto] Μισθ. μπουκτώ [buˈkto] Μαλακ. μπουχτώ [buxˈto] Σίλ. μπο̈κτώ [bøˈkto] Μισθ. μπουκτσίζου [bukˈtsizu] Σίλ. Αόρ. μπούκτσισα [ˈbuktsisa] Σίλ. μπούκ'σα [ˈbuksa] Μισθ. Μτχ. μπουχτσημένο [buxtsiˈmeno] Σίλ. Από τον αόρ. büktü του τουρκ. ρ. bükmek = α) κάμπτω, λυγίζω β) διπλώνω γ) κουβαριάζω.
1. Στρίβω ό.π.τ. : Μπούκτσισα τση γλώσσα, άνοιξα τση σύρα (Γύρισα το κλειδί, άνοιξα την πόρτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 'ρώ τα βάζειναμ' και μπούχτσειναμ' τα (Εδώ τις βάζαμε και τις στρίβαμε, ενν. τις κλωστές) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κλέφτης μπούκ'σεν το σ̑έρι μ' οπίσ' (Ο κλέφτης μου έστριψε το χέρι πίσω από την πλάτη) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Συνών. γιβιρντίζω, γυρίζω
2. Διπλώνω νήμα Μισθ. Συνών. ανακλώθω
3. Στραβώνω Μισθ.