μπιπί
(ουσ. ουδ.)
μπιπί
[biˈpi]
Μαλακ.
Ηχοποίητ. λ., πβ. τουρκ. διαλεκτ. bibi = νεοσσός (THADS, λ. bibi II).
Παιδική λέξη για τα ζωύφια
Μαλακ.