μπιουρούκτημα
(ουσ. ουδ.)
μπιουρούκτημα
[bʝuˈruktima]
Μισθ.
Από το ρ. μπιρικτίζω, ὀπου και τύπ. μπιουρουκτίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μάζεμα