μπινάρι
(ουσ. ουδ.)
μπινάρ'
[biˈnar]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
πινάρ'
[piˈnar]
Μπέηκ.
μπουνάρ'
[buˈnar]
Αραβαν., Μισθ.
πουνάρι
[puˈnari]
Κίσκ., Τσουχούρ.
πουνάρ'
[puʹnar]
Αραβ., Μισθ., Τσαρικ.
μπουγκάρ'
[buŋˈgar]
Τσαρικ.
πουγκάρ'
[puŋˈgar]
Μισθ.
Aπό το το τουρκ. ουσ. pınar = πηγή (< παλαιότ. τουρκ. mıŋar και bıŋar), όπου και διαλεκτ. τύπ. punar, bınar, bunar και pıngâr (Eren 1999, λ. pınar).
2. Πηγή
Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Τσαρικ.
:
Εκεί κειότουν το πινάρ’ το έπιναν το νερό και πρήσκοταν οι καριές τ’νε
(Εκεί βρισκόταν η πηγή που έπιναν το νερό της και πρήζονταν οι κοιλιές τους)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251
Άμι σου πουγκάρ' να φέρεις λερό
(Πήγαινε στην πηγή να φέρεις νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γεττώ ντ΄αλούγαδα σου πουγκάρ'
(Οδηγώ τα άλογα στην πηγή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Λερά τσαούρτα πρέπει να είχαν τσαά, ντεν είχι πουγκάρια ήδουν;
(Νερά εδώ πρέπει να είχαν εδωπέρα, δεν είχε πηγές;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πουγκάρια γιόμουσαν ντα νταρά
(Οι ρεματιές ήταν γεμάτες πηγές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κοζάς :1, νάμα, Πβ.
πηγάδι, Συνών.
πηγή
3. Η λ. και ως τοπων.
Μισθ., Τσαρικ.