ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπινάρι (ουσ. ουδ.) μπινάρ' [biˈnar] Ουλαγ., Σεμέντρ. πινάρ' [piˈnar] Μπέηκ. μπουνάρ' [buˈnar] Αραβαν., Μισθ. πουνάρι [puˈnari] Κίσκ., Τσουχούρ. πουνάρ' [puʹnar] Αραβ., Μισθ., Τσαρικ. μπουγκάρ' [buŋˈgar] Τσαρικ. πουγκάρ' [puŋˈgar] Μισθ. Aπό το το τουρκ. ουσ. pınar = πηγή (< παλαιότ. τουρκ. mıŋar και bıŋar), όπου και διαλεκτ. τύπ. punar, bınar, bunar και pıngâr (Eren 1999, λ. pınar).
1. Βρύση Αραβαν., Κίσκ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσουχούρ. : Έσυράμ’ ντο σο μπινάρ’ το κορίτσ’ ’ναι (Είναι το κορίτσι που παραπετάξαμε στην βρύση) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Συνών. πηγάδι, πηγή, τσεσμέ
2. Πηγή Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Τσαρικ. : Εκεί κειότουν το πινάρ’ το έπιναν το νερό και πρήσκοταν οι καριές τ’νε (Εκεί βρισκόταν η πηγή που έπιναν το νερό της και πρήζονταν οι κοιλιές τους) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 Άμι σου πουγκάρ' να φέρεις λερό (Πήγαινε στην πηγή να φέρεις νερό) Μισθ. -Κοτσαν. Γεττώ ντ΄αλούγαδα σου πουγκάρ' (Οδηγώ τα άλογα στην πηγή) Μισθ. -Κοτσαν. Λερά τσαούρτα πρέπει να είχαν τσαά, ντεν είχι πουγκάρια ήδουν; (Νερά εδώ πρέπει να είχαν εδωπέρα, δεν είχε πηγές;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πουγκάρια γιόμουσαν ντα νταρά (Οι ρεματιές ήταν γεμάτες πηγές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. κοζάς :1, νάμα, Πβ. πηγάδι, Συνών. πηγή
3. Η λ. και ως τοπων. Μισθ., Τσαρικ.