ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιλιντίζω (ρ.) μπιλινdίζω [bilinˈdizo] Αξ. Αόρ. μπιλίντ'σα [biˈlidsa] Αξ. Από το τουρκ. ρ. bilinmek = γνωστοποιούμαι, μαθεύομαι.
Φανερώνομαι : Τ' ασκέρ' εγέλφια χ̑ταν· εκεί μπιλινdίζ̑'νε, αγκαλιάζ̑'νε απενανdάλλο (Οι στρατιώτες (αποδείχτηκε ότι) ήταν αδέρφια· εκεί φανερώνονται, αγκαλιάζονται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' εγέλφια 'τον εφιλίσ̑ταν, ντεμ μπόρ'σα να μποίκω σαbούρ', σ̑υρτήχα, μπιλίντ'σα κι εγώ (Όταν φιλήθηκαν τα αδέρφια, δεν μπόρεσα να κάνω υπομονή: πετάχτηκα, φανερώθηκα κι εγώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.