μπιλιντίζω
(ρ.)
μπιλινdίζω
[bilinˈdizo]
Αξ.
Αόρ.
μπιλίντ'σα
[biˈlidsa]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. bilinmek = γνωστοποιούμαι, μαθεύομαι.
Φανερώνομαι
:
Τ' ασκέρ' εγέλφια χ̑ταν· εκεί μπιλινdίζ̑'νε, αγκαλιάζ̑'νε απενανdάλλο
(Οι στρατιώτες (αποδείχτηκε ότι) ήταν αδέρφια· εκεί φανερώνονται, αγκαλιάζονται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' εγέλφια 'τον εφιλίσ̑ταν, ντεμ μπόρ'σα να μποίκω σαbούρ', σ̑υρτήχα, μπιλίντ'σα κι εγώ
(Όταν φιλήθηκαν τα αδέρφια, δεν μπόρεσα να κάνω υπομονή: πετάχτηκα, φανερώθηκα κι εγώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.