ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιγίκ (ουσ. ουδ.) μπουγίκ [buˈʝik] Ανακ. μπουγιούχ [buʹʝux] Μισθ. Πληθ. πι̂γίqια [pɯˈʝiqca] Μαλακ. μπι̂γίχ̇ια [bɯʹʝixʝa] Σίλ. πι̂γίχ̇ια [pɯʹʝixʝa] Φλογ. πιίχ̇ια [piˈixa] Σινασσ. μπι̂́χια [ˈbɯça] Αξ., Φλογ. μπιέχα [biˈexa] Τσουχούρ., Φάρασ. πγέχα [ˈpʝexa] Κίσκ., Φάρασ. πγέχ̇ε [ˈpʝexe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. bıyık = μουστάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. buyık. Πβ. ποντ. πουίκιν.
Μουστάκι ό.π.τ. : Έβγαλε πιίχ̇ια, νότον γοτζά παλληκάρ' (Έβγαλε μουστάκια, έγινε ολόκληρο παλληκάρι) Σινασσ. -Λεύκωμα Έφαγα σ̑αμανικά, ξείλτσε σα μπιέχα μου αν γκούdι (Έφαγα καρπούζια, ένα κομμάτι έπεσε στο μουστάκι μου) Φάρασ. -Dawk. Πγέχ̇ε τζ̑ο βγκάλλεις (Μουστάκια δεν βγάζεις) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ισάζει τα πγέχα τ’ (Ισιώνει τα μουστάκια του) Φάρασ. -Dawk. Σε τουν ποίσου ένα παιρί οπ’ αλτουλένια μαλλιά, αλτουλένια σακάλια κι αλτουλένια μπιγίχ̇ια (Θα του κάνω ένα παιδί με χρυσά μαλλιά, χρυσά γένια και χρυσά μουστάκια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5