μπιγίκ
(ουσ. ουδ.)
μπουγίκ
[buˈʝik]
Ανακ.
μπουγιούχ
[buʹʝux]
Μισθ.
Πληθ.
πι̂γίqια
[pɯˈʝiqca]
Μαλακ.
μπι̂γίχ̇ια
[bɯʹʝixʝa]
Σίλ.
πι̂γίχ̇ια
[pɯʹʝixʝa]
Φλογ.
πιίχ̇ια
[piˈixa]
Σινασσ.
μπι̂́χια
[ˈbɯça]
Αξ., Φλογ.
μπιέχα
[biˈexa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
πγέχα
[ˈpʝexa]
Κίσκ., Φάρασ.
πγέχ̇ε
[ˈpʝexe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bıyık = μουστάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. buyık. Πβ. ποντ. πουίκιν.
Μουστάκι
ό.π.τ.
:
Έβγαλε πιίχ̇ια, νότον γοτζά παλληκάρ'
(Έβγαλε μουστάκια, έγινε ολόκληρο παλληκάρι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Έφαγα σ̑αμανικά, ξείλτσε σα μπιέχα μου αν γκούdι
(Έφαγα καρπούζια, ένα κομμάτι έπεσε στο μουστάκι μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Πγέχ̇ε τζ̑ο βγκάλλεις
(Μουστάκια δεν βγάζεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ισάζει τα πγέχα τ’
(Ισιώνει τα μουστάκια του)
Φάρασ.
-Dawk.
Σε τουν ποίσου ένα παιρί οπ’ αλτουλένια μαλλιά, αλτουλένια σακάλια κι αλτουλένια μπιγίχ̇ια
(Θα του κάνω ένα παιδί με χρυσά μαλλιά, χρυσά γένια και χρυσά μουστάκια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5