ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπέτι (ουσ. ουδ.) μπέτ' [bet] Μαλακ. μπέτια [ˈbetça] Από το τουρκ. beyit (beyti) = στίχος, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. beyt.
Στίχος ό.π.τ. : || Φρ. Κάλανdα τα μπέτια (Oι στίχοι των κάλαντων˙ λόγια του αέρα, λόγια χωρίς ουσία) Μαλακ. -Τζιούτζ.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025