μπέτι
(ουσ. ουδ.)
μπέτ'
[bet]
Μαλακ.
μπέτια
[ˈbetça]
Από το τουρκ. beyit (beyti) = στίχος, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. beyt.
Στίχος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κάλανdα τα μπέτια
(Oι στίχοι των κάλαντων˙ λόγια του αέρα, λόγια χωρίς ουσία)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025