μπεζντώ
(ρ.)
μπεζντώ
[bezˈdo]
Μισθ.
πεζντιέου
[pezdiˈeu]
Φάρασ.
πεζέου
[peˈzeu]
Φάρασ.
Αόρ.
μπέσ̑α
[ˈbeʃa]
Μισθ.
πεζντιέσα
[pezdiˈesa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. bezmek = βαριέμαι, απαυδώ, μπουχτίζω.