μπεζιρχανές
(ουσ. αρσ.)
μπεζιρχανέ
[bezirxaˈne]
Τροχ.
πεζιρχανέ
[pezirxaˈne]
Σεμέντρ.
μπεζιρχανάς
[bezirxaˈnas]
Σινασσ.
πεζιρχανά
[pezirxaˈna]
Ουλαγ.
Πληθ.
μπεζιρχανάδες
[bezirxaˈnaðes]
Αξ., Σινασσ.
πεζιρχανα̈́δες
[pezirxaˈnæðes]
Σεμέντρ.
Από το τουρκ. ουσ. bezirhane = ελαιοπιεστήριο.