ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεζιρχανές (ουσ. αρσ.) μπεζιρχανέ [bezirxaˈne] Τροχ. πεζιρχανέ [pezirxaˈne] Σεμέντρ. μπεζιρχανάς [bezirxaˈnas] Σινασσ. πεζιρχανά [pezirxaˈna] Ουλαγ. Πληθ. μπεζιρχανάδες [bezirxaˈnaðes] Αξ., Σινασσ. πεζιρχανα̈́δες [pezirxaˈnæðes] Σεμέντρ. Από το τουρκ. ουσ. bezirhane = ελαιοπιεστήριο.
Εργαστήριο παραγωγής λινελαίου, ελαιοπιεστήριο, ελαιόμυλος ό.π.τ. Συνών. μάγγανο