μπεζιρτζής
(ουσ. αρσ.)
μπεζιρτσής
[bezirˈtsis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. bezirci = παραγωγός λινελαίου (Redhouse).
Παραγωγός ή πωλητής λινελαίου
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025