μπαχτλού
(επίθ.)
μπαχτλού
[baxˈtlu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. bahtlı = τυχερός.
Καλότυχος
Συνών.
γουρλής, καντεμλής, Αντίθ
γρουσούζης :1, σακάρι :1, χαϊρσούζης :2
Τροποποιήθηκε: 26/05/2025