μπαχτλού
(επίθ.)
μπαχτλού
[baxˈtlu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. bahtlı = τυχερός.
Καλότυχος
Συνών.
γουρλής, καντεμλής, χαϊρλούς :1, Αντίθ
γρουσούζης, σακάρι :1, χαϊρσούζης