μπατούρντημα
(ουσ. ουδ.)
μπατούρντημα
[baˈturdima]
Μισθ.
Από το ρ. μπατιρντίζω, όπου και τύπ. μπατουρντού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βεβήλωση, μαγάρισμα