μπαστουρτίζω
(ρ.)
Παρατατ.
μπαστούρτανα
[baˈsturtana]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. bastırmak =α) τυπώνω β) πιέζω γ) πλακώνω δ) συντρίβω, καταπνίγω.
1. Ποδοπατώ
2. Πιέζω
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025