μπατζανάκης
(ουσ. αρσ.)
μπατζανάχης
[badzaʹnaxis]
Σίλ., Σινασσ.
μπατσανάχ̇ης
[batsaˈnaxis]
Σίλ.
μπατζ̑ανάχ'
[badʒaˈnax]
Μισθ.
μπατζανάχος
[badzaˈnaxos]
Μισθ.
μπατζανάγος
[badzaˈnaɣos]
Μαλακ.
πατσ̑άνάχ̇ης
[patʃaˈnaxɯs]
Φάρασ.
Πληθ.
μπατσανάχ̇ηροι
[batsaʹnaxiri]
Σίλ.
μπατζανάκ̇ια
[badzaʹnakia]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. bacanak, όπου και διαλεκτ. τύπ. bacanah.
Mπατζανάκης, ο σύζυγος μιας γυναίκας σε σχέση με τον σύζυγο της αδελφής της
ό.π.τ.
:
Μούχουσαμ' δου μπατζανάχου μ'
(Θάψαμε τον μπατζανάκη μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ