μπαταχτσής
(ουσ.)
μπαταχτσής
[bataxˈtsis]
Μαλακ., Μισθ.
παταχτσ̑ής
[pataxˈtʃis]
Σινασσ., Φάρασ.
Απο το τουρκ. ουσ. batakçı = κακοπληρωτής.
1. Κακοπληρωτής
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
2. Τσιγγούνης
Μισθ.
:
Άμα πγίν' τσίγαρα σιάν τσι γόπα, τόσο μπαταχτσής 'νι
(Άμα καπνίζει τσιγάρο κανει και την γόπα, τόσο μπαταχτσής είναι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Άνθρωπος ο οποίος συναναστρέφεται με τον υπόκοσμο, ο μη φερέγγυος
Μισθ.