ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαταχτσής (ουσ.) μπαταχτσής [bataxˈtsis] Μαλακ., Μισθ. παταχτσ̑ής [pataxˈtʃis] Σινασσ., Φάρασ. Απο το τουρκ. ουσ. batakçı = κακοπληρωτής.
1. Κακοπληρωτής Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
2. Τσιγγούνης Μισθ. : Άμα πγίν' τσίγαρα σιάν τσι γόπα, τόσο μπαταχτσής 'νι (Άμα καπνίζει τσιγάρο κανει και την γόπα, τόσο μπαταχτσής είναι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Άνθρωπος ο οποίος συναναστρέφεται με τον υπόκοσμο, ο μη φερέγγυος Μισθ.