ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαχαλούδια (επίρρ.) μπαχαλούια [baxaˈluja] Μισθ. παχαλούδια [paxaˈluðʝa] Τροχ. Από το επίθ. μπαχαλού, πληθ. μπαχαλούδια, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ακριβά ό.π.τ. : Πολύ μπαχαλούϊα ντα πήρις ντα σπίτια (Πολύ ακριβά τα πήρες τα σπίτια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντώ τα γιαβρούμ, ντώ τα, γάλια αφήνιτα σα χωράφια ας μέσα, ντώτα τώρα όσα βρίχιτ' μπαχαλούϊα ουτσιούζια (Δώσ' τα παιδί μου, δώσ' τα, προσέξτε μην τα αφήνετε στα χωράφια σας μέσα, δώσ' τα τώρα όσο βρείτε, ακριβά-φτηνά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών. κνιπά