μπατίζω
(ρ.)
μπατ-τίζω
[batʹtizo]
Μαλακ.
μπατίζω
[baˈtizo]
Τελμ.
μπατίζου
[baˈtizu]
Μισθ.
μπατώ
[baˈto]
Σίλ.
μπατ-τού
[batˈtu]
Ουλαγ.
πατ-τι-έω
[pattiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
μπάτ'σα
[ˈbatsa]
Αραβαν., Τροχ., Τσελτ.
πάτ'σα
[ˈpatsa]
Μαλακ., Φλογ.
μπάτσισα
[ˈbatsisa]
Σίλ.
πατίεσα
[paˈtiesa]
Φάρασ.
Aπό τον αόρ. battı του τουρκ. ρ. batmak = α) βυθίζομαι β) δύω.
1. Βυθίζομαι
ό.π.τ.
:
«Τίαν να ντου βγάλου άπ’ του ντανίς». Κλαί’ παίν’ να σ̑ίρ’ του γιαυτό τ’ να μπατίσ̑’
((«Πώς θα το βγάλω έξω από τη θάλασσα». Κλαίει, πηγαίνει έξω να πνιγεί)
Μισθ.
-Dawk.
Μπάτσισι νιαρό απέσου
(Boύλιαξε μέσα στο νερό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Μπατίζουν τα πτέρια τ'
(Βυθίζονται τα πόδια του στην γη)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Σαράντα χρόνια ομπρό σο θάλασσα πάτ'σεν ένα βαπόρ'
(Πριν από σαράντα χρόνια, στη θάλασσα βούλιαξε ένα βαπόρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Να πατ-τίσ̑’ το πόι σ’
(Να βουλιάξεις ολόκληρος˙ αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Aν πάγω ας τση ξερά, φοβούμαι μη συφθάσω
Kι αν πάγω ας τση χλερά, φοβούμαι μη μπατίσω (Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μήπως δεν προφτάσω
Κι αν πάω από το νερό φοβάμαι μή βουλιάξω) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. νταλντίζω :1, τσοκτιέω :1
Kι αν πάγω ας τση χλερά, φοβούμαι μη μπατίσω (Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μήπως δεν προφτάσω
Κι αν πάω από το νερό φοβάμαι μή βουλιάξω) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. νταλντίζω :1, τσοκτιέω :1
2. Δύω
Ανακ., Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Τσελτ.
:
Όλιος μπάτ’σεν
(Ο ήλιος έδυσε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Mπατά το φουγγάρι
(Δύει το φεγγάρι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Μπάτ'σαν τ' άστερες
(Έδυσαν τα άστρα)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ37
|| Φρ.
Nτο γιουνέσ' ντο μπατ-τά ντο τόπος
(Το μέρος όπου δύει ο ήλιος˙ η δύση ως σημείο του ορίζοντα)
Αξ.
-Κεσ.
3. Μτφ., καταστρέφομαι
Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσουχούρ.
:
Α λαλήσ’ Αξενός, ούλα μπάτ’σαν, χάλασαν, ούλα να πάρουνε ντασάχια
(Αν φυσήξει άνεμος από την Αξό, όλα καταστράφηκαν, όλα θα πάρουν τ' αρχίδια τους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μπάτ'σαμ'!
(Καταστραφήκαμε!)
Μισθ.
-Μακρ.
Γιαλαβάτς μπάτ'σεν, χάλασεν
(Το χωριό Γιαλαβάτς καταστράφηκε, γκρεμίστηκε)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Σε μήνα 'πέσου του ο Γιώρκης πατιέσινι· κάηνι το σπίτι του, ο στάβκους, τσ̑ιπ τα χαϊβάνα κάγανι, τίπους τσ̑ο 'πόμνηνι
(Μέσα σε ένα μήνα ο Γιώργης καταστράφηκε· κάηκε το σπίτι του, ο στάβλος, όλα τα ζώα του κάηκαν, δεν έμεινε τίποτα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Οπ' να μπατίσ̑' ντ' οτζ̑άχι σ'
(Που να καταστραφεί η γενιά σου˙ αρά)
Μισθ., Μαλακ.
-Φατ.