μπαστούνι
(ουσ. ουδ.)
μπαστούνι
[ba'stuni]
Σίλ.
μπαστούν'
[baʹstun]
Σινασσ.
παστούν'
[paʹstun]
Μισθ.
παστόνι
[pa'stoni]
Φάρασ.
παστόν
[pa'ston]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. μπαστούνι και μπαστόνι, το οπ. από το βεν. baston - ιταλ. bastone. Πβ. και τουρκ. ουσ. baston.
Μπαστούνι
ό.π.τ.
:
'ρώ το μπαστούνι έσ̑ει κόbουροι
(Αυτό το μπαστούνι έχει κόμπους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οπ' του μπαστούνι τσης σταύρων̑ι του παιρί μας νεναίκα
(Mε το μπαστούνι της σταύρωνε το παιδί μας η γυναίκα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ούλα ντα μεγάλα κράταναν παστόνια
(Όλοι οι ηλικιωμένοι κρατούσαν μπαστούνια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντεν μπορώ να πουρπαΐσου, νταρά μι ου παστόν' δου πάου
(Δεν μπορώ να περπατήσω, τώρα με το μπαστούνι το πάω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παστούν' για α γιορόνια 'νι
(Το μπαστούνι είναι για τους γέρους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τραγώιζιν, τραγώιζιν είχι τσι δου παστούν', κρούϊξιν του παστούν κάτ'
(Τραγούδαγε, τραγούδαγε, είχε και το μπαστούνι, χτύπαγε το μπαστούνι κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
κοτέκι :1, ξύλο