ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαστούνι (ουσ. ουδ.) μπαστούνι [ba'stuni] Σίλ. μπαστούν' [baʹstun] Σινασσ. παστούν' [paʹstun] Μισθ. παστόνι [pa'stoni] Φάρασ. παστόν [pa'ston] Μισθ. Νεότ. ουσ. μπαστούνι και μπαστόνι, το οπ. από το βεν. baston - ιταλ. bastone. Πβ. και τουρκ. ουσ. baston.
Μπαστούνι ό.π.τ. : 'ρώ το μπαστούνι έσ̑ει κόbουροι (Αυτό το μπαστούνι έχει κόμπους) Σίλ. -Κωστ.Σ. Οπ' του μπαστούνι τσης σταύρων̑ι του παιρί μας νεναίκα (Mε το μπαστούνι της σταύρωνε το παιδί μας η γυναίκα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ούλα ντα μεγάλα κράταναν παστόνια (Όλοι οι ηλικιωμένοι κρατούσαν μπαστούνια) Μισθ. -Κοτσαν. Ντεν μπορώ να πουρπαΐσου, νταρά μι ου παστόν' δου πάου (Δεν μπορώ να περπατήσω, τώρα με το μπαστούνι το πάω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παστούν' για α γιορόνια 'νι (Το μπαστούνι είναι για τους γέρους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τραγώιζιν, τραγώιζιν είχι τσι δου παστούν', κρούϊξιν του παστούν κάτ' (Τραγούδαγε, τραγούδαγε, είχε και το μπαστούνι, χτύπαγε το μπαστούνι κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κοτέκι :1, ξύλο