ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασγκίν (ουσ. ουδ.) μπασγκίν [basˈɉin] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. baskın, όπου και τύπ. basgın = α) επιδρομή, έφοδος, β) κυρίαρχος γ) διαλεκτ., ασθενής του οποίου η ασθένεια αποδίδεται σε πνεύματα δ) καχεκτικό παιδί που πιστεύεται ότι διακατέχεται από πνεύματα, (THADS, λ. basgın I, baskın I).
Καχεξία νεογνού