ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασγκίν (ουσ. ουδ.) μπασγκίν [basˈɉin] Φλογ. πασκίν [paˈskin] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. baskın, όπου και τύπ. basgın = α) επιδρομή, έφοδος, β) κυρίαρχος γ) διαλεκτ., ασθενής του οποίου η ασθένεια αποδίδεται σε πνεύματα δ) καχεκτικό παιδί που πιστεύεται ότι διακατέχεται από πνεύματα.
1. Αιφνιδιασμός Σινασσ.
2. Καχεξία νεογνού Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025