μπασγκίν
(ουσ. ουδ.)
μπασγκίν
[basˈɉin]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. baskın, όπου και τύπ. basgın = α) επιδρομή, έφοδος, β) κυρίαρχος γ) διαλεκτ., ασθενής του οποίου η ασθένεια αποδίδεται σε πνεύματα δ) καχεκτικό παιδί που πιστεύεται ότι διακατέχεται από πνεύματα, (THADS, λ. basgın I, baskın I).
Καχεξία νεογνού