μπασγκίν
(ουσ. ουδ.)
μπασγκίν
[basˈɉin]
Φλογ.
πασκίν
[paˈskin]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. baskın, όπου και τύπ. basgın = α) επιδρομή, έφοδος, β) κυρίαρχος γ) διαλεκτ., ασθενής του οποίου η ασθένεια αποδίδεται σε πνεύματα δ) καχεκτικό παιδί που πιστεύεται ότι διακατέχεται από πνεύματα.
1. Αιφνιδιασμός
Σινασσ.
2. Καχεξία νεογνού
Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025