ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασαμάχι (ουσ. ουδ.) πασαbάχι [pasaˈbaçi] Φάρασ., Φκόσ. μπασανάχ' [basaˈnax] Μισθ. πασταμάχ' [pastaˈmax] Φλογ. Από το τουρκ. basamak = σκαλοπάτι, σκάλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. basamah.
1. Σκάλα Φάρασ.
β. Στον πληθ., σκαλοπάτια Φκόσ., Φλογ. : Τα κινίδια τα σπίτια κειότανε ψηλά και είχισκαν πασταμάχια (Τα καινούργια σπίτια ήταν ψηλά και είχανε σκαλοπάτια ) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191
2. Στον πληθ., τα ποδαριακά του αργαλειού Μισθ. Συνών. αχτσάχ, πάτημα :4