μπασαμάχι
(ουσ. ουδ.)
πασαbάχι
[pasaˈbaçi]
Φάρασ., Φκόσ.
μπασανάχ'
[basaˈnax]
Μισθ.
πασταμάχ'
[pastaˈmax]
Φλογ.
Από το τουρκ. basamak = σκαλοπάτι, σκάλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. basamah.
1. Σκάλα
Φάρασ.
β.
Στον πληθ., σκαλοπάτια
Φκόσ., Φλογ.
:
Τα κινίδια τα σπίτια κειότανε ψηλά και είχισκαν πασταμάχια
(Τα καινούργια σπίτια ήταν ψηλά και είχανε σκαλοπάτια
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191