ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάτημα (ουσ. ουδ.) πάτημα [ˈpatima] Φάρασ. πάτεμα [ˈpatema] Αξ., Σινασσ. πάτσημα [ˈpatsima] Γούρδ., Σίλ. πάτεγμα [ˈpateɣma] Φλογ. Πληθ. πάτεγμες [ˈpateɣmes] Φλογ. πάτεγνες [ˈpateɣnes] Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. πάτημα.
1. Πάτημα, πατημασιά ό.π.τ. : Βοϊτού πάτεγμα (Πατημασιά βοδιού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Χιωρώ κάτω στη γη πατσήματα (Βλέπω κάτω στη γη πατήματα) Γούρδ. -Καράμπ. Xριστού τα πάτεγνες (Οι πατημασιές του Χριστού) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αχνάρι, πατημιά
2. Μτφ., επιχείρημα Αξ.
3. Όροφος, πάτωμα Σινασσ. Συνών. κάτι
4. Πάτημα σταφυλιών για την εξαγωγή μούστου Σίλ.
5. Στον πληθ., ποδαρικά, πατήθρες, εξαρτήματα του αργαλειού τα οποία πατά εναλλάξ η υφάντρια Σινασσ. : || Ασμ. Mαλαγματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιο χτένι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
σερανταδυό πατέματα, πενηνταδυό καρούλια
Σινασσ. -Λεύκωμα
Συνών. αχτσάχ, μπασαμάχι :2
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024