πάτημα
(ουσ. ουδ.)
πάτημα
[ˈpatima]
Φάρασ.
πάτεμα
[ˈpatema]
Αξ., Σινασσ.
πάτσημα
[ˈpatsima]
Γούρδ., Σίλ.
πάτεγμα
[ˈpateɣma]
Φλογ.
Πληθ.
πάτεγμες
[ˈpateɣmes]
Φλογ.
πάτεγνες
[ˈpateɣnes]
Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. πάτημα.
2. Πάτημα σταφυλιών για την εξαγωγή μούστου
Σίλ.
4. Στον πληθ., ποδαρικά, πατήθρες, εξαρτήματα του αργαλειού τα οποία πατά εναλλάξ η υφάντρια
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Mαλαγματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιο χτένι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
σερανταδυό πατέματα, πενηνταδυό καρούλια
Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. αχτσάχ, μπασαμάχι :2
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
σερανταδυό πατέματα, πενηνταδυό καρούλια
Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. αχτσάχ, μπασαμάχι :2
5. Μτφ., επιχείρημα
Αξ.