πασχαλιά
(ουσ. θηλ.)
πασχαλιά
[pasxaˈʎa]
Γούρδ.
πασκαλιά
[paskaˈʎa]
Ανακ.
Από το μεσν. ουσ. πασχαλία.
Η γιορτή του Πάσχα
ό.π.τ.