πασχαλιά
(ουσ. θηλ.)
πασχαλιά
[pasxaˈʎa]
Γούρδ.
πασκαλιά
[paskaˈʎa]
Ανακ.
Από το μεσν. ουσ. πασχαλία.
Η εορτή του Πάσχα
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025