ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παστρεύω (ρ.) παστρεύω [paˈstrevo] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ. παστρέου [paˈstreu] Φάρασ. παρσέφτου [parˈseftu] Φάρασ. παρσεύου [parˈsevu] Φάρασ. παρσέου [parˈseu] Φάρασ. Παρατατ. παστρεύισ̑κα [paˈstreviʃka] Ανακ. Παθ. παρσέουμι [parˈseumi] Φάρασ. Μτχ. παρσεμένου [parseˈmenu] Φάρασ. Μεσν. ρ. παστρεύω. Οι τύπ. παρσε- με μετάθ. υγρού και απλοποίηση του συμπλέγματος [st].
1. Καθαρίζω κάτι, ιδίως το σπίτι ό.π.τ. : Δώκα έμρι να παρσευτείς (Σου έδωσα εντολή να πλυθείς) Φάρασ. -Bağr. Να παρσέψουμι τα σοχάχα (Να καθαρίσουμε τους δρόμους) Φάρασ. -Bağr. Να μη παρσέπ' το σπίτι (Να μην καθαρίσεις το σπίτι) Φάρασ. -Bağr. Παστρεύισ̑καν το κανίσ̑κι (Καθάριζαν το πανέρι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. καθαρίζω, πακλατίζω
2. Μτφ., ξεπαστρεύω, «καθαρίζω" κάποιον Ποτάμ. : Να σε πήρεν μιαν ο διάβολος να σε παστρέψ’! (Μακάρι να σ' έπαιρνε ο διάβολος να σε ξεπαστρέψει· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. καθαρίζω