πασκάζω
(ρ.)
πασκάζω
[pasˈkazo]
Αξ.
μπασκιάζω
[basˈcazo]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. πασχάζω = γιορτάζω το Πάσχα, το οπ. από το ουσ. Πάσχα και το παραγωγ. επίθμ. -άζω.
Γιορτάζω τη γιορτή του Πάσχα, κάνω Πάσχα
ό.π.τ.