ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παστουρμάς (ουσ. αρσ.) μπαστουρμάς [basturˈmas] Μισθ., Σίλ. μπαστιρμά [bastirˈma] Μαλακ. παστουρμάς [pasturˈmas] Αφσάρ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. παστουρμά [pasturˈma] Αξ., Μισθ., Φερτάκ. παστρουμά [pastruˈma] Ανακ. μπαστρουμάς [bastruˈmas] Σίλ. Πληθ. Ουδ. μπαστουρμάδα [basturˈmaða] Κίσκ. παστουρμάδια [pasturˈmaðʝa] Φλογ. παστρουμάδια [pastruˈmaðʝa] Ποτάμ. μπαστι̂ρμάγια [bastɯrˈmaʝa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. pastırma (< παλαιότ. bastırma), όπου και παλ. τουρκ. τύπ. basdurma. Πβ. και νεότ. παστουρμάς.
Παστουρμάς ό.π.τ. : Δου μπαστουρμά ντε του κρεύ'νι, χοκτίζ' (Τον παστουρμά δεν τον θέλουν, μυρίζει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μπαστουρμά δου γαμημένου αλυκό 'νι (Ο παστουρμάς ο γαμημένος είναι αλμυρός) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήραμ' και τσ̑υρί, νιούγου μπαστρουμάς, μπουμπάρι, έσ'καμ' ντα τανούριν απάνου, έφαγαμ' ντα (Πήραμε και τυρί, λίγο παστουρμά, λουκάνικο με εντόσθια και ρύζι, τα βάλαμε πάνω στο ταντούρι, τα φάγαμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κατέβασ' νιούγ' γιαγλού μπαστουρμά (Κατέβασε λίγο ολόπαχο παστουρμά) Σίλ. -Εκμεκ. Κόφτιναμ' αγελάδες, σάνισκαμ' παστουρμάδες, γιόμζαμ' σουτζούκα (Σφάζαμε αγελάδες, φτιάχναμε παστουρμάδες, γεμίζαμε σουτζούκια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Λύκος μπαστι̂ρμάγια ντε ξερών’ (Ο λύκος παστουρμάδες δεν ξεραίνει˙ λέγεται για τους σπάταλους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.