παστουρμάς
(ουσ. αρσ.)
μπαστουρμάς
[basturˈmas]
Μισθ., Σίλ.
μπαστιρμά
[bastirˈma]
Μαλακ.
παστουρμάς
[pasturˈmas]
Αφσάρ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
παστουρμά
[pasturˈma]
Αξ., Μισθ., Φερτάκ.
παστρουμά
[pastruˈma]
Ανακ.
μπαστρουμάς
[bastruˈmas]
Σίλ.
Πληθ. Ουδ.
μπαστουρμάδα
[basturˈmaða]
Κίσκ.
παστουρμάδια
[pasturˈmaðʝa]
Φλογ.
παστρουμάδια
[pastruˈmaðʝa]
Ποτάμ.
μπαστι̂ρμάγια
[bastɯrˈmaʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. pastırma (< παλαιότ. bastırma), όπου και παλ. τουρκ. τύπ. basdurma. Πβ. και νεότ. παστουρμάς.
Παστουρμάς
ό.π.τ.
:
Δου μπαστουρμά ντε του κρεύ'νι, χοκτίζ'
(Τον παστουρμά δεν τον θέλουν, μυρίζει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μπαστουρμά δου γαμημένου αλυκό 'νι
(Ο παστουρμάς ο γαμημένος είναι αλμυρός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πήραμ' και τσ̑υρί, νιούγου μπαστρουμάς, μπουμπάρι, έσ'καμ' ντα τανούριν απάνου, έφαγαμ' ντα
(Πήραμε και τυρί, λίγο παστουρμά, λουκάνικο με εντόσθια και ρύζι, τα βάλαμε πάνω στο ταντούρι, τα φάγαμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κατέβασ' νιούγ' γιαγλού μπαστουρμά
(Κατέβασε λίγο ολόπαχο παστουρμά)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Κόφτιναμ' αγελάδες, σάνισκαμ' παστουρμάδες, γιόμζαμ' σουτζούκα
(Σφάζαμε αγελάδες, φτιάχναμε παστουρμάδες, γεμίζαμε σουτζούκια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Λύκος μπαστι̂ρμάγια ντε ξερών’
(Ο λύκος παστουρμάδες δεν ξεραίνει˙ λέγεται για τους σπάταλους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.