ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πασλαντίζω (ρ.) πασλανdίζω [pazlanˈdizo] Μαλακ. π͑ασλαντίζω [pʰazlanˈdizo] Φάρασ. πασλανdίζου [pazlanˈdizu] Μισθ. Από τον αόρ. paslandı του τουρκ. ρ. paslanmak = σκουριάζω.
Αμτβ., σκουριάζω, πιάνω σκουριά ό.π.τ. : Παράναναμ’ ντά λί’α σκέφια μας να μη πασλαντίσ’νι (προσέχαμε τα λίγα σκεύη μας να μη σκουριάσουν) Μισθ. -Κοτσαν.