πασλαντίζω
(ρ.)
πασλανdίζω
[pazlanˈdizo]
Μαλακ.
π͑ασλαντίζω
[pʰazlanˈdizo]
Φάρασ.
πασλανdίζου
[pazlanˈdizu]
Μισθ.
Από τον αόρ. paslandı του τουρκ. ρ. paslanmak = σκουριάζω.
Αμτβ., σκουριάζω, πιάνω σκουριά
ό.π.τ.
:
Παράναναμ’ ντά λί’α σκέφια μας να μη πασλαντίσ’νι
(προσέχαμε τα λίγα σκεύη μας να μη σκουριάσουν)
Μισθ.
-Κοτσαν.