παρτσαλαντίζω
(ρ.)
παρτσ̑αλαdίζω
[partʃalaˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν., Τελμ.
παρτσ̑αλατίζω
[partʃalaˈtizo]
Κίσκ., Μαλακ., Φάρασ.
παρτσ̑αλατίζου
[partʃalaˈtizu]
Φάρασ.
π͑αρτσ̑αλαdώ
[pʰartʃalaˈdo]
Σίλ.
παρτσ̑αλατώ
[partʃalaˈto]
Φλογ.
Αόρ.
παρτσ̑αλάτ'σ̑α
[partʃaˈlatʃa]
Αξ.
παρτσ̑αλάσα
[partʃaˈlasa]
Αραβαν., Τελμ.
Προστ. Εν.
παρτσ̑άλα
[parˈtʃala]
Τελμ., Φερτάκ.
παρτσ̑αλάσε
[partʃaˈlase]
Τελμ.
Μτχ.
παρτσ̑αλατημένου
[partʃalatiˈmenu]
Από το αόρ. parçaladı του τουρκ. ρ. parçalamak= κομματιάζω, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κομματιάζω, ξεσχίζω, συντρίβω
ό.π.τ.
:
Παρτσ̑αλάσαν τσ̑η ναίκα τ’ και το φσ̑άχι τ’
(Κομμάτιασαν τη γυναίκα και το παιδί του)
Τελμ.
-Dawk.
Σόνgρα έπιασε τ’ ασκέρια, τ’ άλλα μι λαχτσ̑ισματα, τ’ άλλα μι νταξ̑ίματα, ούλ-λα παρτσ̑αλάτ’σεν ντα
(Ύστερα έπιασε τους στρατιώτες, άλλους με κλωτσές, άλλους με δαγκωματιές, όλους τους κομμάτιασε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μ’ εκείνο σαρντούζ̑ει εκείνο, παρτσ̑αλαdίζ̑ει το
(με εκείνο (ενν. το πανί) το δένει (ενν. το απόστημα), το κομματιάζει)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δίν' εμίρ, παρτσ̑αλατούν και το Κελ-ογλάν
(Δι διαταγή, κομματιάζουν και τον Κασιδιάρη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παρτσ̑άλατ'σ̑αν τα κεμίκια
(Συνέτριψαν τα κόκκαλα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
2. Κατασπαράζω κάποιον ή κάτι
Κίσκ., Φάρασ.
:
Να σε πνίξω, να σε παρτσ̑αλατίσω τζαι τε ‘στέρου να σε ποίκω α ζόρι φάεμα
(να σε πνίξω, να σε κατασπαράξω και να σε κάνω ένα θαυμάσιο γεύμα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το τζαναβάρι χύτ’σεν πάνου σο νομάτι ντα παρτσ̑αλατίσει
(το θηρίο όρμησε πάνω στον άνθρωπο να τον κατασπαράξει)
Κίσκ.
-Παπαδ.
3. Μοιράζω, διανέμω κάτι
Τελμ.
:
Τ' Άη-Εφταθίου αμεράβης τα παρτσ̑αλάσε απεκεί;
(Tου Αγίου Ευσταθίου ο διανομέας τα μοίρασε (ενν. τα νερά) αποκεί;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
4. Η μτχ., κουρελιασμένος
Φάρασ.
β.
Ακρωτηριασμένος
Φάρασ.