ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρπουλάντισμα (ουσ. ουδ.) παρπουλάdι̂σμα [parpuˈladzɯma] Αραβαν. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. parpıllamak/parpullamak = θεραπεύω κάποιον από λύσσα (THADS, λ. parpıllamak I, parpullamak IV), και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Το γήτεμα για τη θεραπεία της λύσσας
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025