παπουρλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
παπουρλάdι̂σμα
[papurˈladzɯma]
Αραβαν.
Από το αορ. θ. parpılladı/parpulladı του τουρκ. διαλεκτ. ρ. parpıllamak/parpullamak = θεραπεύω κάποιον από λύσσα (THADS, λ. parpıllamak I, parpullamak IV), και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Το γήτεμα για τη θεραπεία της λύσσας