παρπουλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
παρπουλάdι̂σμα
[parpuˈladzɯma]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. parpıllamak/parpullamak = θεραπεύω κάποιον από λύσσα (THADS, λ. parpıllamak I, parpullamak IV), και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Το γήτεμα για τη θεραπεία της λύσσας
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025