παρμακλίκι
(ουσ. ουδ.)
παρνάχ̇λίχ̇ι
[pʰarˈnaxlɯxɯ]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. παρμακλίκι = κάγκελο (Mackridge 2021: 233), το οπ. από το τουρκ. ουσ. parmaklık = φράκτης.
Το καφασωτό των παραθύρων
Φάρασ.