ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρλάχι (επίθ.) παρλάχι [parˈlaçi] Φάρασ. π͑αρλάχ̇ι [pʰarˈlaxi] Αφσάρ. παρλάχ [parˈlax] Αραβαν. π͑αλ-λάχ̇ι [pʰalˈlaxi] Φάρασ. Ουδ. παρλάχικο [parˈlaçiko] Φάρασ. π͑αρλάχ̇ικο [pʰarˈlaxiko] Αφσάρ. π͑αλ-λάχ̇ικο [pʰalˈlaxiko] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. parlak, όπου και διαλεκτ. τύπ. pallak = α) λαμπρός β) στιλπνός γ) αστραφτερός δ) διαυγής ε) πανηγυρικός, εορταστικός.
Φωτεινός, γυαλιστερός ό.π.τ. : Πήρε ένα λοπούσ̑’ κι άρχεψε να κρούγ’ ένα παρλάχ τεψί (πήρε ένα ρόπαλο κι άρχισε να χτυπά ένα γυαλιστερό ταψί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.