παρλάχι
(επίθ.)
π͑αρλάχ̇ι
[pʰarˈlaxi]
Αφσάρ., Φάρασ.
παρλάχ'
[parˈlax]
Αραβαν.
π͑αλ-λάχ̇ι
[pʰalˈlaxi]
Φάρασ.
Ουδ.
παρλάχικο
[parˈlaçiko]
Φάρασ.
π͑αρλάχ̇ικο
[pʰarˈlaxiko]
Αφσάρ.
π͑αλ-λάχ̇ικο
[pʰalˈlaxiko]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. parlak, όπου και διαλεκτ. τύπ. pallak = α) λαμπρός β) στιλπνός γ) αστραφτερός δ) διαυγής ε) πανηγυρικός, εορταστικός.
Φωτεινός, γυαλιστερός
ό.π.τ.
:
Πήρε ένα λοπούσ̑’ κι άρχεψε να κρούγ’ ένα παρλάχ' τεψί
(Πήρε έναν χοντρό κόπανο και άρχισε να χτυπά ένα γυαλιστερό ταψί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 07/07/2025