πάρισιχ
(ουσ. ουδ.)
πάρισιχ
[pariˈsiç]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. barışık= ειρήνη, όπου και διαλεκτ. τύπ. barışıh.
Συμφιλίωση
Σινασσ.