παράωρα
(επίρρ.)
παράωρα
[paˈraora]
Σινασσ.
Νεότ. επίρρ. παράωρα και πάρωρα, το οπ. από το αρχ. επίθ. πάρωρος.
Σε ακατάλληλη ώρα
Σινασσ.
:
Ήρτες παράωρα
(ήρθες σε ακατάλληλη ώρα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.