ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρατσικνίζω (ρ.) παρατσικνίζω [paratsiˈknizo] Φάρασ. Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. τσικνίζω.
1. Εκθέτω κάτι σε καπνό, το κάνω καπνιστό Φάρασ.
2. Καπνίζω κάποιον, καίγοντας βάγια Φάρασ. : Μο τα βάϊα που παίρναμ’ του Βαϊού, σαμού πονείνκ’ α νομάτ’ παρατσικνίσκαμ’ ντα να ‘ινεί κα (με τα βάγια που παίρναμε των Βαΐων, όταν κάποιος πονούσε, τον καπνίζαμε να γι καλά) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.