παρατσικνίζω
(ρ.)
παρατσικνίζω
[paratsiˈknizo]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. τσικνίζω.
1. Εκθέτω κάτι σε καπνό, το κάνω καπνιστό
Φάρασ.
2. Καπνίζω κάποιον, καίγοντας βάγια
Φάρασ.
:
Μο τα βάϊα που παίρναμ’ του Βαϊού, σαμού πονείνκ’ α νομάτ’ παρατσικνίσκαμ’ ντα να ‘ινεί κα
(με τα βάγια που παίρναμε των Βαΐων, όταν κάποιος πονούσε, τον καπνίζαμε να γι καλά)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.