παραφόρτωμα ( ρ.
)
παραφόρτουμα
[paraˈfortuma]
Μισθ.
Πληθ.
παραφoρτούματα
[paraforˈtumata]
Μισθ.
...
παραφορτώνω
(ρ.)
παραφορτώνου
[paraforˈtonu]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. παραφορτώνω.