ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραύλακο (ουσ. ουδ.,πληθ.) παραύλακο [paʹravlako] Φλογ. Θηλ. Εν. παραύλακα [paˈravlaka] Αξ. Πληθ. παραύλακα [paʹravlaka] Φλογ. παραύλακες [paˈravlaces] Αξ. Από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. αυλάκι. Πβ. μεσν. ρ. παραυλακίζω = μετακινώ τα όρια χωραφιού. Ο τύπ. θηλ. με επανανάλυση του ομόηχου ουδ. πληθ. Η λ. και Κύπρ.
Μικρές αυλακιές, σε ορθή γωνία με τις αυλακιές του οργώματος, που οριοθετούν την άκρη του χωραφιού Αξ., ό.π.τ.