παρατσικνώνω ( ρ.
)
παρατσ̑ικνώνω
[paratʃiˈknono]
Αξ.
Μτχ.
παρατσ̑ικνωμένο
[paratʃiknoˈmeno]
Αξ.
...
παραύλακο
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
παραύλακο
[paʹravlako]
Φλογ.
Θηλ. Εν.
παραύλακα
[paˈravlaka]
Αξ.
Πληθ.
παραύλακα
[paʹravlaka]
Φλογ.
παραύλακες
[paˈravlaces]
Αξ.
Από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. αυλάκι. Πβ. μεσν. ρ. παραυλακίζω = μετακινώ τα όρια χωραφιού. Ο τύπ. θηλ. με επανανάλυση του ομόηχου ουδ. πληθ. Η λ. και Κύπρ.
Μικρές αυλακιές, σε ορθή γωνία με τις αυλακιές του οργώματος, που οριοθετούν την άκρη του χωραφιού
Αξ., ό.π.τ.