παραφέρω
(ρ.)
παράφερω
[paraˈfero]
Αξ.
Αρχ. ρ. παραφέρω.
Μοιάζω με κάποιον στο πρόσωπο
Αξ.
:
Ετά τ’ ‘ναίκας τ’ καταχάρα παραφέρ’ τ’ μάνα τ’
(αυτής της γυναίκας η φυσιογνωμία μοιάζει της μάνας του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μοιάζω