ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παράστρες (ουσ.,πληθ.) παράστρες [paˈrastres] Αξ. Πεποιημένη λέξη κατά το σχήμα της αναδίπλωσης, από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. ἀστρες = αστέρια.
Η λέξη απαντά μόνο σε φράση : || Φρ. Στ’ άστρες στα παράστρες (Στα άστρα στα παράστρα˙ Πάνω στις προετοιμασίες, την στιγμή που είναι όλα έτοιμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.