παράστρες
(ουσ.,πληθ.)
παράστρες
[paˈrastres]
Αξ.
Πεποιημένη λέξη κατά το σχήμα της αναδίπλωσης, από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. ἀστρες = αστέρια.
Η λέξη απαντά μόνο σε φράση
:
|| Φρ.
Στ’ άστρες στα παράστρες
(Στα άστρα στα παράστρα˙ Πάνω στις προετοιμασίες, την στιγμή που είναι όλα έτοιμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.