ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παράς (ουσ. ουδ.) π͑αράς [pʰaˈras] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. Πληθ. παρά [paˈra] Καππ. παράδε [paˈraðe] Φάρασ., Φκόσ. παράες [paˈraes] Μπέηκ. παράδια [paˈraðʝa] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. παράδα [paˈraða] Αφσάρ. παράγια [paˈraʝa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ. παράιγια [paˈraiʝa] Αξ., Φερτάκ. παράϊα [paˈraia] Μισθ. παρέγια [paˈreʝa] Αραβαν. Γεν. Πληθ. παραδιού [para'ðʝu] Μαλακ., Τελμ. Από το νεότ. ουσ. παράς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. para = α) χρήματα γενικώς β) νομίσματα γενικώς γ) παράς, συγκεκριμένη νομισματική μονάδα.
Χρήμα ό.π.τ. : Τούτους έσ̑ει πολλά παρά· κι για τἔνα γκαλαζ̑ί κιμόνι ρώκα μιά λίρα (αυτός έχει πολλά λεφτά· για μία λέξη έδωσε μία λίρα) Σίλ. -Dawk. Σηgούμαι, βρίσκω ένα τορbά παράδια (σηκώνομαι, βρίσκω ένα σακίδιο με χρήματα) Φλογ. -Dawk. Α σε δώσωμε τα παράδε του (θα σου δώσουμε τα χρήματα που αξίζει) Φάρασ. -Dawk. Δαρά γένα εκατό χρονού, τα παράδια έφαγά τα και δεν πέθανα (Τώρα έγινα εκατό χρονών, τα λεφτά τα έφαγα και δεν πέθανα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Αν γκρεύεις γιολ-λάτσε μας λίγα παρέγια (Αν θέλεις στείλε μας λίγα λεφτά) Αραβαν. -Φωστ. Κρεύιξαμ' ντα παράϊα μας (Θέλαμε τα λεφτά μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ε, 'πόμει' ιτό, να ντώκουμ' τσι παράια! Άμα μι παράϊα, παίνουμ 'ς άλλου μαγαζί! (Ε αυτό έλειπε, να δώσουμε και λεφτά! Άμα είναι με λεφτά, πάμε σ' άλλο μαγαζί!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Ές παράδε; 'α πεις κρασί. Τζ̑ό 'σ̑εις παράδε; Βερεσέ κρασί μη πίν' (Έχεις παράδες; Θα πιείς κρασί. Δεν έχεις παράδες; Βερεσέ κρασί μην πις˙ Πρέπει κανείς να ξοδεύει ανάλογα μετις δυνατότητές του) Φάρασ. || Ασμ. τι τα θέλω τα παράδε
τι τα θέλω τα ψηλά γονάχε
μπροστά σα δυό σου μαύρα μάτια
(τι τα θέλω τα λεφτά
τι τα θέλω τα ψηλά τα σπίτια
μπροστά στα δυο σου μάτια)
Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
Συνών. γρόσι, λογάρι, κόμμα, μαχαιριά