παράς
(ουσ. αρσ.)
π͑αράς
[pʰaˈras]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
Πληθ.
παράδε
[paˈraðe]
Φάρασ., Φκόσ.
παράες
[paˈraes]
Μπέηκ.
παράδια
[paˈraðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
παράδα
[paˈraða]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
παράγια
[paˈraʝa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ.
παράιγια
[paˈraiʝa]
Αξ., Φερτάκ.
παράϊα
[paˈraia]
Μισθ.
παρέγια
[paˈreʝa]
Αραβαν.
Γεν. Πληθ.
παραδιού
[para'ðʝu]
Μαλακ., Τελμ.
Από το νεότ. ουσ. παράς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. para = α) χρήματα γενικώς β) νομίσματα γενικώς γ) παράς, συγκεκριμένη νομισματική μονάδα.
1. Χρήμα
ό.π.τ.
:
Τούτους έσ̑ει πολλά παρά· κι για τἔνα γκαλαζ̑ί κιμόνι ρώκα μιά λίρα
(Αυτός έχει πολλά λεφτά· για μία λέξη έδωσε μία λίρα)
Σίλ.
-Dawk.
Σηgούμαι, βρίσκω ένα τορμπά παράδια
(Σηκώνομαι, βρίσκω ένα σακκίδιο με χρήματα)
Φλογ.
-Dawk.
Α σε δώσωμε τα παράδε του
(Θα σου δώσουμε τα χρήματα που αξίζει)
Φάρασ.
-Dawk.
'δαρά 'γένα εκατό χρονού, τα παράδια έφαγά τα και δεν πέθανα
(Τώρα έγινα εκατό χρονών, τα λεφτά τα έφαγα και δεν πέθανα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Αν γκρεύεις γιολ-λάτσε μας λίγα παρέγια
(Αν θέλεις στείλε μας λίγα λεφτά)
Αραβαν.
-Φωστ.
Κρεύιξαμ' ντα παράϊα μας
(Θέλαμε τα λεφτά μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ε, 'πόμει' ιτό, να ντώκουμ' τσι παράια! Άμα μι παράϊα, παίνουμ 'ς άλλου μαγαζί!
(Ε αυτό έλειπε, να δώσουμε και λεφτά! Άμα είναι με λεφτά, πάμε σ' άλλο μαγαζί!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φέρισ̑καν και ετλίκια, πρόγατα, χτηνά, βόιτα, βάλια και το έχισ̑κεν παράδια qόραζεν σάνισ̑κεν παστουρμάδια, σουτσ̑ούχια
(Έφερναν και σφάγια, πρόβατα, αγελάδες, βόδια, βουβάλια, και όποιος είχε χρήματα αγόραζε και έφτιαχνε παστουρμάδες και λουκάνικα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Σωρεύουνε παράδια ασ' τους πλούσιους και να ποίκουμε κατασκήνωση
(Μαζεύουν χρήματα από τους πλούσιους για να κάνουμε κατασκήνωση)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πάρ' εταγιά τα παράδια κι άγμε στην πόστα
(Πάρε αυτά τα χρήματα και πήγαινε στο ταχυδρομείο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Τα παράδε ’ς φτάσουν σον bαπά, τσ̑’ ο ψόφος τσ̑άπου ’υρεύει ’ς πά’
(Τα λεφτά να φτάσουν στον παπά κι ο πεθαμένος όπου θέλει ας πάει˙ για εκείνους που φροντίζουν πρώτα για το ατομικό τους συμφέρον)
Ές παράδε; 'α πεις κρασί. Τζ̑ό 'σ̑εις παράδε; Βερεσέ κρασί μη πίν'
(Έχεις παράδες; Θα πιείς κρασί. Δεν έχεις παράδες; Βερεσέ κρασί μην πις˙ Πρέπει κανείς να ξοδεύει ανάλογα μετις δυνατότητές του)
Φάρασ.
|| Ασμ.
τι τα θέλω τα παράδε
τι τα θέλω τα ψηλά γονάχε
μπροστά σα δυό σου μαύρα μάτια (τι τα θέλω τα λεφτά
τι τα θέλω τα ψηλά τα σπίτια
μπροστά στα δυο σου μάτια) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. γρόσι :2, λογάρι, κόμμα :2, μαχαιριά :2
τι τα θέλω τα ψηλά γονάχε
μπροστά σα δυό σου μαύρα μάτια (τι τα θέλω τα λεφτά
τι τα θέλω τα ψηλά τα σπίτια
μπροστά στα δυο σου μάτια) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. γρόσι :2, λογάρι, κόμμα :2, μαχαιριά :2
2. Νόμισμα μικρής αξίας, ισότιμο με το 1/40ό του γροσιού
Σινασσ.
:
Ένα γρόσ' και είκοσ' παράδια
(Ένα γρόσι και 20 παράδες, δηλ. ενάμισυ γρόσι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Να 30 παράδια κι άγμε φέρ' το
(Πάρε 30 παράδες και πήγαινε φέρε το)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025