ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παράνομα (ουσ. ουδ.) παράνομα [paˈranoma] Μαλακ. παρόνομα [paˈrοnoma] Γούρδ., Μισθ. Από το νεότ. ουσ. παράνομα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. παρανόμι, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. όνομα. Ο τύπ. παρόνομα με επίδρ. του ουσ. όνομα.
1. Παρατσούκλι Μαλακ., Μισθ. : Δου αλαγάπι τ'νι, δου παρόνομα τ'νι, Ζωμικόρ δου λέισκαν (Το παρατσούκλι τους, το παρανόμι τους, το έλεγαν Ζωμικόρ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. λαγάπι
2. Επώνυμο Γούρδ., Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025