παράνομα
(ουσ. ουδ.)
παράνομα
[paˈranoma]
Μαλακ.
παρόνομα
[paˈrοnoma]
Γούρδ., Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. παράνομα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. παρανόμι, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. όνομα. Ο τύπ. παρόνομα με επίδρ. του ουσ. όνομα.
1. Παρατσούκλι
Μαλακ., Μισθ.
:
Δου αλαγάπι τ'νι, δου παρόνομα τ'νι, Ζωμικόρ δου λέισκαν
(Το παρατσούκλι τους, το παρανόμι τους, το έλεγαν Ζωμικόρ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
λαγάπι
2. Επώνυμο
Γούρδ., Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025