παράνομα
(ουσ. ουδ.)
παράνομα
[paˈranoma]
Μαλακ.
παρόνομα
[paˈrοnoma]
Γούρδ., Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. παράνομα, με την σημ. 1 (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. παρανόμι, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. όνομα. Ο τύπ. παρόνομα με επίδρ. του όνομα.
2. Το επώνυμο
Γούρδ., Μαλακ.