ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παράνομα (ουσ. ουδ.) παράνομα [paˈranoma] Μαλακ. παρόνομα [paˈrοnoma] Γούρδ., Μισθ. Από το νεότ. ουσ. παράνομα, με την σημ. 1 (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. παρανόμι, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. όνομα. Ο τύπ. παρόνομα με επίδρ. του όνομα.
1. Το παρατσούκι Μαλακ., Μισθ. Συνών. λαγάπι
2. Το επώνυμο Γούρδ., Μαλακ.